- θειώδης
- θειώδης, ες (θεῖος ±ώδης; Diod S 2, 12, 2; Strabo 1, 3, 18; Hero Alex. I p. 12, 8; III p. 214, 7; Aretaeus 170, 12; Galen: CMG V 4, 2 p. 107, 33; 186, 5 al.) sulphurous Rv 9:17.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
θειώδης — sulphureous masc/fem acc pl (attic epic doric) θειώδης sulphureous masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) θειώδης sulphureous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειώδης — (I) θειώδης, ῶδες (Μ) [θείος (Ι)] αυτός που μοιάζει με τον θεό. επίρρ... θειωδώς (AM, Α παπ. και θειώδως) με θείο τρόπο, θεϊκά αρχ. με αυτοκρατορικό διάταγμα. (II) ες (Α θειώδης, ῶδες) 1. αυτός που μοιάζει με θειάφι («θειώδους οσμῆς», Στράβ.) 2.… … Dictionary of Greek
θειώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. ο όμοιος με θειάφι στο χρώμα, κίτρινος, κιτρινοπράσινος. 2. θειούχος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θειωδέστερον — θειώδης sulphureous adverbial comp θειώδης sulphureous masc acc comp sg θειώδης sulphureous neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειώδει — θειώδης sulphureous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) θειώδης sulphureous masc/fem/neut dat sg θειώδεϊ , θειώδης sulphureous dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειώδη — θειώδης sulphureous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θειώδης sulphureous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θειώδης sulphureous masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειωδέστατον — θειώδης sulphureous masc acc superl sg θειώδης sulphureous neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειῶδες — θειώδης sulphureous masc/fem voc sg θειώδης sulphureous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειώδεις — θειώδης sulphureous masc/fem acc pl θειώδης sulphureous masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειωδέστερα — θειώδης sulphureous neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειωδέστεραι — θειώδης sulphureous fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)